γαρνίρω

γαρνίρω
garnitür koymak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαρνίρω — γαρνίρω, γαρνίρισα βλ. πίν. 56 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γαρνίρω — και γαρνιρίζω στολίζω, ποικίλλω κάτι με πρόσθετα στοιχεία («γαρνίρω φόρεμα με δαντέλες ή το ψητό με αρακά και καρότα ή τη συζήτηση με αστεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. λ., ρομανικής προέλευσης (πρβλ. γαλλ. garnir, βενετ. guαrnir, ιταλ. guarnire)] …   Dictionary of Greek

  • γαρνίρω — γαρνίρισα, γαρνιρίστηκα, γαρνιρισμένος (λ. γαλλ.) 1. διακοσμώ, στολίζω: Γαρνίρισα το γλυκό με κερασάκια. 2. μτφ., διανθίζω το λόγο μου: Γαρνίρει τις ομιλίες του με λόγιες εκφράσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαρνίριστος — η, ο [γαρνίρω] 1. ο χωρίς γαρνιτούρα, αστόλιστος, αδιακόσμητος 2. (για φαγητά) αυτά που σερβίρονται σκέτα, χωρίς γαρνίρισμα …   Dictionary of Greek

  • γαρνίρισμα — το [γαρνίρω] 1. πρόσθετη διακόσμηση φορεμάτων, επίπλων, φαγητών κ.λπ. 2. διάνθηση τού λόγου με πρόσθετα στοιχεία …   Dictionary of Greek

  • εξανθίζω — και εξανθώ, έω (AM ἐξανθίζω) 1. κάνω κάτι ν ανθίσει 2. μέσ. κόβω άνθη, μαζεύω λουλούδια 3. ανθολογώ, διαλέγω, σχηματίζω ανθολογία αρχ. 1. (γεν. και μτφ.) στολίζω με άνθη, χρωματίζω με ανθηρά, ποικίλα χρώματα και γενικά στολίζω, κοσμώ, διακοσμώ,… …   Dictionary of Greek

  • καταστίζω — (Α καταστίζω) 1. διαστίζω, γεμίζω κάτι με στιγμές, με τελείες, κόμματα κ.λπ. ή με στίγματα 2. κάνω κάποιον ή κάτι ποικιλόχρωμο, παρδαλό, με στίγματα σε πολλά σημεία 3. διακοσμώ, διαποικίλλω, γαρνίρω αρχ. 1. καυτηριάζω, στιγματίζω 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • παρυφαίνω — ΜΑ [υφαίνω] υφαίνω στα πλάγια ή κατά μήκος υφάσματος ή ενδύματος, σχηματίζω κατά την ύφανση παρυφή, γαρνίρω ταινία (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», Διόδ. β. «ἱμάτιον λευκόν, πῆχυν πορφυροῡν ἔχον παρυφασμένον», Πολυδ.) μσν. παρενείρω σε αφήγηση αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • καταστίζω — κατάστιξα, καταστιγμένος, γεμίζω κάτι ή κάποιον με στίγματα, διακοσμώ, γαρνίρω: Το πουκάμισό του ήταν καταστιγμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”